ἀβεβαίους

ἀβεβαίους
ἀβέβαιος
unreliable
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • нетвьрдыи — (8*) пр. 1.Нетвердый, некрепкий: Ласканье подобно ѥсть щитѹ нетвердѹ вапомъ ѹкрашенѹ на ньже зрѣти сладъко а потребы в немъ нѣ(с) ни ѥдинои. (γραπτῇ!) Пч к. XIV, 40; || перен. Ненадежный, неустойчивый: правило... повелеваеть... съ женами не жити …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”